αρχαιόφιλος — ο, η αυτός που αγαπά τα έργα της αρχαίας τέχνης ή γενικά την αρχαιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + φιλος < φίλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στο περιοδικό σύγγραμμα Όμηρος] … Dictionary of Greek
αρχαίος — α, ο (AM ἀρχαῑος, α, ον) 1. ο παλαιός, αυτός που υπήρχε στο μακρινό παρελθόν 2. εκείνος που εξακολουθεί να υπάρχει από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα 3. αυτός που έχει παλιώσει, ο ξεπερασμένος, ο απαρχαιωμένος νεοελλ. ως ουσ. Ι. οι αρχαίοι αυτοί… … Dictionary of Greek
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek
Λούντζης — Επώνυμο οικογένειας της Ζακύνθου, με καταγωγή από τη Μεθώνη. Μετά την κατάληψη της πόλης από τους Τούρκους, ο Πέτρος Λ. με πολλές άλλες οικογένειες μετανάστευσε στη Ζάκυνθο (1501). Η οικογένεια γράφτηκε στη Χρυσή Βίβλο των ευγενών (1624) και… … Dictionary of Greek
Τζέκολης, Ραφαήλ — (Ceccoli). Αναφέρεται και ως Τσέκολης. Ιταλός γιατρός, προσωπογράφος και αρχαιόφιλος, που επισκέφτηκε διάφορα νησιά στο Ιόνιο και ιδιαίτερα την Κέρκυρα (1839), όπου και παρέμεινε. Το 1844 έγινε μέλος της Εταιρείας των Ωραίων Τεχνών και εργάστηκε… … Dictionary of Greek
φιλάρχαιος, -η — και α, ο αυτός που αγαπάει την αρχαιότητα, ό,τι διασώθηκε από την αρχαιότητα, ο αρχαιόφιλος: Οι φιλόλογοι είναι φιλάρχαιοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)